- ορειαρχας
- ὀρειάρχαςὀρειάρχᾱς-ου ὅ дор. = ὀρειάρχης См. ορειαρχης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορειάρχης — ὀρειάρχης, δωρ. τ. ὀρειάρχας, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Πανός) ο άρχοντας, ο εξουσιαστής τών ορέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + άρχης*] … Dictionary of Greek